- οδοιπορικός
- -ή, -ό (ΑΜ ὁδοιπορικός, -ή, -όν) [οδοιπόρος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοιπορία και στον οδοιπόρο ή αυτός που είναι κατάλληλος για οδοιπορίανεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το οδοιπορικό(ν)α) λεπτομερής περιγραφή οδοιπορίας ή ταξιδιού και αντίστοιχο λογοτεχνικό έργοβ) αρχ. είδος περιγραφικού ταξιδιωτικού οδηγού τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με δρομολόγια, αξιοθέατα, και ποικίλες πληροφορίες ή είδος τοπογραφικού χάρτη με γραμμές πορείας, αποστάσεις, σταθμούς, πόλεις κ.ά. στοιχείαγ) (τοπογρ.) χαρτογραφική απεικόνιση τής πορείας που διανύθηκε από έναν τοπογράφο ή από εξερευνητή2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οδοιπορικά- τα έξοδα μετακίνησης από έναν τόπο σε άλλονμσν.-αρχ.το ουδ. ως ουσ. οδηγός οδοιπόρου.επίρρ...οδοιπορικώς και -ά (Α όδοιπορικώς)με οδοιπορικό τρόπο, με οδοιπορίανεοελλ.φρ. «οδοιπορικώς, μαρς!»στρ. παράγγελμα με το οποίο φάλαγγα που βαδίζει με στρατιωτικό βήμα διατάσσεται να μεταπέσει σε χαλαρωμένο βηματισμό.
Dictionary of Greek. 2013.